ἀνακίνημα

ἀνακίνημα
ἀνακίνημα
swinging of the arms
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακίνημα — το (Α ἀνακίνημα) [ἀνακινῶ] νεοελλ. η ανακίνηση αρχ. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως άσκηση …   Dictionary of Greek

  • ἀνακινήμασι — ἀνακίνημα swinging of the arms neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακινήματα — ἀνακίνημα swinging of the arms neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακινώ — ( έω) (Α ἀνακινῶ) 1. κινώ προς διάφορες κατευθύνσεις, αναταράσσω, αναδεύω 2. κινώ εκ νέου, διεγείρω, προκαλώ 3. επαναφέρω παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια μσν. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινῶ. ΠΑΡ. ανακίνημα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”